φρυγμένος

φρυγμένος
φρυγμένος, -η, -ο και φρυμένος, -η, -ο
μτχ. παθ. πρκ. του φρύγω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρυγμένος — και φρυμένος, η, ο, Ν [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος …   Dictionary of Greek

  • φρύγω — έφρυξα, φρύχτηκα, φρυγμένος και φρυμένος, ψήνω ή ξεραίνω κάτι στη φωτιά, ξεροψήνω, φρυγανίζω, καβουρντίζω: Φρυγμένα σύκα. – Φρυμένο κουλούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”